Η οστεοπόρωση είναι μια εξελισσόμενη πάθηση του σκελετού που οφείλεται στην προοδευτική απώλεια του οστίτη ιστού, στη διατάραξη της αρχιτεκτονικής του, στην ελάττωση της μηχανικής αντοχής των οστών ακόμη και στις συνήθεις λειτουργίες του σκελετού και επομένως στην εμφάνιση καταγμάτων.
Παρουσιάζεται κυρίως στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, όμως υπάρχουν περιπτώσεις που διαπιστώνουμε οστεοπόρωση σε νεότερα άτομα, ακόμη και παιδιά αλλά και σε άντρες. Έχει βρεθεί ότι τα κορίτσια ηλικίας 20 ετών σε ποσοστό 30% έχουν οστική πυκνότητα στα κατώτερα φυσιολογικά όρια.
Το γεγονός ότι η οστεοπόρωση προσβάλλει και νέα άτομα – εκτός της ύπαρξης συγκεκριμένων νοσημάτων και κυρίως των ενδοκρινών αδένων – οφείλεται στην αδυναμία πολλών ατόμων να επιτύχουν υψηλή ή έστω φυσιολογική οστική πυκνότητα.
Για την πρόσληψη της οστικής πυκνότητας είναι σημαντικό να γίνει κατανοητή η έννοια της κορυφαίας οστικής πυκνότητας, όρος με τον οποίο εννοούμε τη μέγιστη ποσότητα οστίτη ιστού που αποκτά ο σκελετός μας την περίοδο της ωρίμανσής του. Χρονικά αυτό συμβαίνει στον άντρα στην ηλικία των 30 ετών περίπου και στη γυναίκα 5-10 χρόνια νωρίτερα. Έτσι λοιπόν όσο λιγότερο οστούν καταφέρει να αποκτήσει ο αναπτυσσόμενος σκελετός τόσο αυξάνεται η πιθανότητα να αναπτύξει οστεοπόρωση ειδικά μετά την εμμηνόπαυση.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) έχει διαμορφώσει τα ακόλουθα κριτήρια διάγνωσης της οστεοπόρωσης με βάση το Τ-score της μέτρησης οστικής πυκνότητας (BMD) σε οποιοδήποτε σημείο του σκελετού. Η εξέταση θεωρείται φυσιολογική αν το Τ-score είναι μεγαλύτερο του -1. Από το -1 έως το -2.5 το αποτέλεσμα της εξέτασης χαρακτηρίζεται ως οστεοπενία και από το -2,5 και κάτω είναι οστεοπόρωση.
Η ολοκληρωμένη μελέτη για την οστεοπόρωση εκτός της οστικής πυκνομετρίας, περιλαμβάνει εξετάσεις για την ομοιόσταση του ασβεστίου (Ca, P, Ca όυρων 24hr, PTH, 25(OH)-βιταμίνη D, 1,25(OH)2- βιταμίνη D) και ακολούθως της οστεοκλαστικής/οστεοβλαστικής δραστηριότητας με τη μέτρηση οστικών βιοχημικών δεικτών (ALP, Ηλεκτροφόρηση ALP για οστικό ισοένζυμο, Οστεοκαλσίνη, Υδροξυπρολίνη, D-πυριδολίνη, C-τελοπεπτίδιο & Ν-τελοπεπτίδιο του κολαγόνου ούρων 2hr ανηγμένα προς την αποβαλόμενη κρεατινίνη ή C- και Ν- τελοπεπτίδια ορού αίματος).
Στη BIOMEDICIN λειτουργεί από το 2010, τμήμα μέτρησης οστικής πυκνότητας, έτσι ώστε ο έλεγχος της οστεοπόρωσης να γίνεται πλήρης. Το τμήμα έχει εξοπλιστεί με μηχάνημα του οικου GENERAL ELECTRIC Healthcare Technologies, τύπος LUNAR, τελευταίας τεχνολογίας. H σάρωση γίνεται με μέθοδο διπλής ενεργειακής στάθμης (Dual Energy X-Ray Absorptiometry – DΕXA – pencil beam), εξασφαλίζοντας έτσι ελάχιστη δόση ακτινοβολίας.
Γνωρίζοντας τον καθοριστικό ρόλο της σωστής λήψης στην εγκυρότητα του αποτελέσματος της εξέτασης, στην BIOMEDICIN την εκτέλεση των εξετάσεων μέτρησης οστικής πυκνότητας αναλαμβάνουν μόνο ειδικευμένοι ιατροί ακτινολόγοι. Η BIOMEDICIN δεσμεύεται να δώσει στον κλινικό ιατρό την πληρέστερη δυνατή εικόνα του ασθενούς του με την εγκυρότητα και την αξιοπιστία που την διέπει όλα τα χρόνια της λειτουργίας της.
Είμαστε στη διάθεσή σας για κάθε διευκρίνηση.